- άλλαγμα
- το (Ν και άλλαμα) (Α ἄλλαγμα) [ἀλλάσσω]η αλλαγή, η μετατροπήνεοελλ.1. (για τον καιρό ή τη σελήνη) μεταβολή, τροπή2. (για νομίσματα) αντικατάσταση ενός με άλλα μικρότερα αλλά στο σύνολό τους ίσης αξίας3. (για τα νερά ποταμού) αλλαγή κοίτης4. αλλαγή, αντικατάσταση5. αντικατάσταση ενδυμάτων με άλλα καθαρά, καινούργια ή πολυτελέστερα6. σύγχυση φρενώναρχ.1. αυτό που ανταλλάσσεται, που δίνεται ή παίρνεται κατά την ανταλλαγή2. ανταμοιβή, τίμημα, αντίτιμο.
Dictionary of Greek. 2013.